ἀποφέρει

ἀποφέρει
ἀποφέρω
Bis Acc.
pres ind mp 2nd sg
ἀποφέρω
Bis Acc.
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • άτοκος — Μικρό ακατοίκητο νησάκι (υψόμ. 140 μ.) του νομού Κεφαλληνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιθάκης. Υπάγεται διοικτικά στον δήμο Ιθάκης. * * * η, ο (AM ἄτοκος, ον) [τόκος] Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος 2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη 3.… …   Dictionary of Greek

  • έντοκος — η, ο (Α ἔντοκος, ον) αυτός που αποφέρει τόκο («έντοκο γραμμάτιο») αρχ. (για γυναίκα) αυτή που μόλις γέννησε …   Dictionary of Greek

  • αλυσιτελής — ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος αρχ. (για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λυσιτελής*. ΠΑΡ. αλυσιτέλεια] …   Dictionary of Greek

  • αμίσθωτος — η, ο (Α ἀμίσθωτος, ον) αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που επομένως δεν αποφέρει μισθό, εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθωτὸς < μισθῶ ώνω] …   Dictionary of Greek

  • ανεκμετάλλευτος — η, ο 1. εκείνος που δεν τον εκμεταλλεύθηκε κάποιος 2. εκείνος που δεν αξιοποιήθηκε ώστε να αποφέρει κέρδη …   Dictionary of Greek

  • αποδοτικός — ή, ό (Α ἀποδοτικός, ή, όν) αυτός που αποδίδει, που αποφέρει κέρδος ή ωφέλεια («αποδοτική μελέτη, αποδοτική καλλιέργεια») αρχ. 1. εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην απόδοση 2. όποιος απονέμει κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • απρόσοδος — η, ο (AM ἀπρόσοδος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, ή κέρδος αρχ. μσν. ο απρόσιτος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρόσοδον η μη παροχή προσόδων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”